-
1 переменный
επ.1. μεταβλητός, ευμετάβλητος• ασταθής, ακατάστατος•-ая погода ακατάστατος καιρός (αλλαξοκαιριά).
2. παλ. βλ. пе-рекладнби.εκφρ.- ая величина – μεταβλητό ύψος ή ποσότητα•переменный капитал – μεταβλητό κεφάλαιο•переменный ток – εναλλασσόμενο (ηλεκτρικό) ρεύμα. -
2 переменный
переменн||ыйприл в разн. знач. μεταβλητός, ἐναλλασσόμενος:\переменный капитал эк. τό μεταβλητό κεφάλαιο· \переменныйая величина мат ἡ μεταβλητή ποσότης· \переменный ток ал. τό ἐναλλασσόμενο ἡλεκτρικό ρεύμα. -
3 капитал
1. эк. το κεφάλαι/οмёртвый - μη χρησιμοποιούμενο -, νεκρό -финансовый - χρηματιστικό - 2 (значительная сумма денег богатство) ηπεριουσίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > капитал
-
4 капитал
капиталм1. эк. τό κεφάλαιο[ν]:основной \капитал τό πάγιο κεφάλαιο· оборотный \капитал τό κυκλοφοριακό κεφάλαιο· постоянный (переменный) \капитал τό σταθερό (τό μεταβλητό) κεφάλαιο· мертвый \капитал τό μή χρησιμοποιούμενο κεφάλαιο· финансовый \капитал τό χρηματιστικό κεφάλαιο· банковский \капитал τό τραπεζιτικό κεφάλαιο· накопление \капитала ἡ συσσώρευση τοῦ κεφαλαίου·2. разг (состояние) ἡ περιουσία, τό καπι-τάλι. -
5 капитал
-а α.1. (οικον.) κεφάλαιο•стри-ны -а οι καπιταλιστικές χώρες•
торговый капитал το εμπορευματικό κεφάλαιο•
банковский капитал τραπεζιτικό κεφάλαιο•
постоянный капитал σταθερό κεφάλαιο•
переменный капитал μεταβλητό κεφάλαιο•
оборотный κυκλοφοριακό κεφάλαιο•
денежный капитал χρηματικό κεφάλαιο•
производительный капитал παραγωγικό κεφάλαιο•
ссудный капитал δανειστικό κεφάλαιο•
мёртвый капитал νεκρό κεφάλαιο•
капитал в акциях μετοχικό κεφάλαιο•
накопление -а αποκόμιση κεφαλαίων.
2. μτφ. πλούτος, θησαυρός, αξία•весь мой капитал – знания όλος μου ο πλούτος είναι οι γνώσεις.